Β. ΤΙΤΣΑΝΗΣ (σελ. 152)

Μετά την καταστροφή του αντάρτικου ήρθε ο Περιστέρης και μου είπε να πάω στην οδό Ίωνος, στου «Μάριου». Ήταν ένα διωροφάκι και εμείς παίζαμε στον πάνω όροφο. Μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο, τον Παπαϊωάνννου και τον Περιστέρη. Με είχανε για κράχτη αλλά τους βοηθούσα εντατικά στη δουλειά τους, κάνοντας σεγκόντα και παίζοντας κιθάρα. Εκεί κάθισα δυο μήνες. Θυμάμαι πως δέκα μέτρα πιο πέρα ήταν η οδός Ξούθου. Από κει ερχόντουσαν σε μας όσες κοπέλες από ανάγκη εκπορνεύονταν μαζί με τους νταβατζήδες τους.

Ένα βράδυ που έπαιζε ο Βασίλης με το Μάρκο και τον Περιστέρη, κάθισα σε ένα τραπέζι με τον Παπαϊωάννου. Κοιτούσα λοιπόν καλά τον Μάρκο που είχε νομίζω ένα σημάδι στο ένα μάγουλο και ήταν αγέλαστος, αλλά πάρα πολύ καλός άνθρωπος.

Ρωτάω τον Γιάννη, όπως ήταν αγέλαστος ο Μάρκος: -

ρε συ Γιάννη, παλληκάρι ο Μάρκος;» Ο Γιάννης ήταν αδύνατος τότε και είχε ένα λαιμό 20 πόντους.

Γυρίζει λοιπόν, κοιτάζει τρία λεπτά τον Μάρκο και μου λέει:

- «Δεν σκίζει εφημερίδα». Το σκέφτομαι εγώ και λέω:

-«Oύτε βρεμένη;»

-«Πολυμεράκι μ’ έκαψες!» μου λέει…Θεός ‘σχωρές τον Γιάννη που ήταν πολύ ωραία ψυχούλα. Ήμασταν τόσο αγαπημένοι φίλοι! Η οικογένειά του ερχόταν τακτικά και με άκουγε στα κέντρα που τραγουδούσα, τελευταία στη «Μελωδία» στην πλατεία Αμερικής.

Στη Νέα Υόρκη μετά από πολλά χρόνια, όταν είχα ρεπό πήγαινα κι έβλεπα τον Γιάννη Παπαϊωάννου με την Ντάλια. Εκείνος έβγαζε ένα πιστολάκι και τράβαγε πιστολιές στον αέρα. Τόσο χαριτωμένος άνθρωπος ήταν.

Οι πρόγονοί μου είναι Κεφαλλονίτες, άνθρωποι της καντάδας. Το περιβάλλον εκείνο δεν ταίριαζε σε μένα, τίμια πράγματα, στεναχωριόμουν πολύ. Ο Μάρκος όμως ήταν πολύ καλό παιδί και ένα βράδυ που καθόμασταν μαζί μου λέει: -«Πολυμεράκι σε βλέπω όλο στεναχωρημένο, εσύ είσαι το γελαστό παιδί, γιατί;»

-«Μάρκο μου σας αγαπάω όλους, είσαστε καλοί άνθρωποι, μου δίνετε διπλή χαρτούρα, όλα τα καλά, αλλά νοιώθω το περιβάλλον ξένο στην ψυχή μου», είπα. Μου λέει

-«Αν είναι να μας αρρωστήσεις Πολυμεράκι μου θα σου κάνω εγώ πλάτες και να φύγεις. Έχεις δίκιο, όπως και μεις δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε με ορχήστρες ευρωπαϊκές, δεν μπορείς να κάνεις με τα μπουζουκάκια.»

Ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του, ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι μου έκανε πλάτες και σταμάτησα από αυτή τη δουλειά.

Εγώ όμως μετά ξεπλήρωσα τη χάρη στο Μάρκο, και είναι προς τιμή του που το είπε στην τηλεόραση. Δεν θυμάμαι αν ήταν πριν ή μετά από τον πόλεμο που του τραγούδησα μαζεμένα τραγούδια του που έγιναν σουξέ, το «Αγαπούλα» και άλλα που δεν θυμάμαι.

Μια μέρα πήγα στην ODEON στο μέγαρο Γουτάκη στον ημιώροφο. Ένα μικρό γραφειάκι είχε ο Μάτσας και κάτω πουλούσαν υφάσματα. Απ’ έξω καθόταν ο Μάρκος, ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου και ο Στράτος Παγιουμτζής.

-«Μαγκάκια», τους λέω, «πώς ξηγιέστε;» Μου λέει ο Μάρκος,

-«Να, ο κύριος Περιστέρης δεν μας καταδέχεται.»

Εδώ να πω ότι την κατοχή, όταν έφυγε ο Μάτσας με την οικογένειά του επειδή ήταν εβραίοι, εμπιστεύτηκε στον Περιστέρη ένα κουτί με την περιουσία τους, που όταν γύρισαν τους το επέστρεψε. Έτσι ο Μάτσας τον είχε κάνει διευθυντή στην εταιρεία και έκανε δοκιμές σε νέα λαϊκά τραγούδια και συνεργαζόταν με όσους προανέφερα.

«Μην φύγει κανείς» τους λέω.

Μπαίνω μέσα και λέω:

-«Κύριε Μάτσα συγγνώμη, δεν μιλώ σε σας…Δεν μου λες ρε Σπύρο, μαζί με τον Μάρκο και με τον Γιάννη δουλεύατε, τώρα δεν τους καταδέχεσαι;» Λέει:

-«Δεν είναι θέμα δικό μου, είναι του κυρίου Μάτσα». Μου λέει ο Μάτσας: -«Κοίταξε Φώτη μου, βγήκανε νέοι, βγήκε ο Καπλάνης, βγήκε ο Χιώτης, τώρα τι να κάνουν οι γηραιοί αυτοί άνθρωποι οι προπολεμικοί;» λες και εγώ δεν ήμουν προπολεμικός. Λέω και εγώ:

-«Κοιτάξτε, εμένα δεν με ενδιαφέρει να τραγουδήσω ή όχι. Δεν περιμένω να ζήσω από τους δίσκους. Ή θα τους πάρετε μέσα να ακούσετε τα τραγουδάκια τους ή εμένα δεν με ξαναβλέπετε.»

Ο Μάτσας μου είχε λατρεία, είναι γεγονός. Μου λέει:

-«Για χάρη σου ας έρθουν μέσα». Τους φωνάζω λοιπόν μέσα και είναι σαν να του έδωσα του Μάτσα χρυσάφι…

Τους παίζουν το «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», το «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», τη «Φραγκοσυριανή» και τόσα άλλα σουξέ . Ο Μάρκος δεν το ξέχασε και σε μια εκπομπή μίλησε για μένα και είπε το σωστό το λόγο. Εύχομαι η ψυχούλα του να αγιάσει εκεί που είναι.

 

Τραγούδησα πολλά τραγούδια ρεμπέτικα, του Τσιτσάνη τις «Αραπίνες», το «Στέλλα μωρ Στέλλα», το «Σκλάβες του Πασά», το «Σκαλοπάτι σου θα κάνω μαξιλάρι», δεν θυμάμαι ποια άλλα του Περιστέρη τραγούδια. Ήταν όλοι ψυχούλες και φίλοι μου πολυαγαπημένοι, και όταν καλέσει την κλάση μου ο Άγιος Πέτρος πιστεύω ότι πάλι θα ‘μαστε μαζί.