Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Καββαδίας καί ο Κώστας Βάρναλης. (σελ. 224)

ΤΟ «ΑΜΠΕΛΟΦΥΛΛΟ» ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Στον Άγιο Λουκά υπήρχε μια ταβέρνα που λεγόταν «Αμπελόφυλλο». Εκείνη την εποχή ο Λειβαδίτης, ο Λουντέμης και άλλοι φίλοι μαζευόμασταν σε αυτή τη ταβέρνα. Εγώ ήμουν με τους σκοτεινούς θαλάμους στα μάτια. Τότε είχαν πάρει χάρη πολλοί μακρονησιώτες και κυκλοφορούσαν ελεύθερα πια.

Το κακό ήταν ότι ήμασταν όλοι μπατίρια. Μαζεύαμε ρεφενέ την μοναδική αυτή εποχή καμιά φορά 25 ή 30 φράγκα. Ο Τασούλης Λειβαδίτης, ο κολοσσιαίος αυτός ποιητής, τακτοποιούσε όπως πάντα τη βραδιά. Εκτός του τι θα φάμε και τι θα πιούμε, και το τι θα συζητήσουμε. Άλλοτε για τον Καζαντζάκη, άλλοτε για το Ρίτσο, τον Καρυωτάκη…Είχαμε πάντα ένα θέμα συζήτησης. Έπαιρνε λοιπόν σοβαρός ο Τάσος τον κατάλογο του μαγαζιού, έριχνε ματιά στις τιμές και μας έλεγε:

-«Παιδιά, μπακαλιάρος σκορδαλιά-τρεις και πενήντα. Αρχίζουμε;»

-«Αρχίζουμε». Εμείς πάντα συμφωνούσαμε. Ένα κατρούτσο κρασί και ψωμί.

Τρώγοντας, πίνοντας και σχολιάζοντας τελείωνε ο μεζές και το κρασί.

Τον κατάλογο πάλι ο Τάσος:

-«Παιδιά, κεφτέδες με σάλτσα- τρεις και εβδομήντα.» Εμείς: «Θαύμα». Άλλο καρτούτσο κρασί και συζήτηση. Σε λίγο πάλι ο Τάσος…:

-«Γίγαντες - τρεις και είκοσι, με φέτα», μέχρι να φτάσει ο λογαριασμός στις δεκαεφτά δραχμές αν είχαμε είκοσι. Κρατούσε πάντα δυο δραχμές ο Τάσος, μια για πουρμπουάρ και με την άλλη δραχμή πήγαινε και έφερνε δυο πορτοκάλια από τη γωνία που ήταν ένας μανάβης. Τα γύμνωνε με τέχνη τρίβοντας με τη φλούδα τα χείλη των ποτηριών. Εμείς πάντα κατάπληκτοι τάχα, του λέγαμε:

-«Τι ωραία ιδέα!», πίναμε την τελευταία γουλιά μας και πηγαίναμε για ύπνο.

Αυτές ήταν από τις πιο ευχάριστες βραδιές της ζωής μου. Αργότερα βέβαια, όταν όλοι είχαμε, πηγαίναμε σε μια ταβέρνα στη Βάθη και κάναμε το κέφι μας. Ερχόταν και καμιά φορά ο Βάρναλης και ο Ρίτσος. Αλλά η φτωχο εποχή μας έμεινε η ωραιότερη ανάμνηση. Το χρήμα όπως λέει ο λαός, δεν είναι το παν.