Το 1941, όταν έπεσε η πείνα ήρθαν στο σπίτι μου κάποιοι άγνωστοι, που δεν μπορώ να τους θυμηθώ πια, και με παρακάλεσαν να κάνω μια χορωδία για τα συσσίτια των παιδιών. Τότε ήταν σουξέ της εποχής που έλεγαν τα παιδάκια το:
«Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ.»
Νιξ γερμανικά θα πει όχι…και συνέχιζε:
«Θα πάω να το πω στον Ερυθρό Σταυρό πως είστε σελέμηδες και οι δυο».
Αυτό ήταν το τραγουδάκι που έλεγαν τα παιδιά. Έψαξα και βρήκα έξι παιδιά που είχαν καλές φωνούλες. Αν θυμάμαι τον έναν τον έλεγαν Καπάτο και τον άλλο Νίνο. Νομίζω πως εργάζεται σήμερα στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τους έκανα πολλές πρόβες γιατί εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να πάω. Έπρεπε να βγάλω το ψωμί μου σε κάποια ταβέρνα. Έτσι τα παιδιά τα βοήθησα αν και τα συσσίτια ήταν ελάχιστα. Αργότερα μπήκα στο ΕΑΜ, έχω και μια περγαμηνή να μου το θυμίζει. Έκανα ό,τι μπορούσα τότε, όχι επειδή ήμουν κομμουνιστής. Πολλοί νομίζουν πως όλοι οι ΕΑΜίτες ήταν κομμουνιστές. Αυτό είναι βλακεία γιατί για μένα κομμουνιστής είναι ένας τέλειος άνθρωπος.
Ένα βράδυ ένας ανώτατος δικαστικός με ρώτησε αν είμαι κομμουνιστής επειδή ο Λουντέμης με αναφέρει στη ζωή του Βάρναλη, τον «Κονταρομάχο».
Απλά έκανα το καθήκον μου. Γράφαμε στα ντουβάρια επειδή ήταν να μας επιστρατεύσουν οι γερμανοί για να μας στείλουν στη Ρωσία 200.000 νέους, μοιράζαμε εφημερίδες και κάναμε αντίσταση. Λίγο πριν την απελευθέρωση, εγώ με τρεις- τέσσερις φίλους μου οπλισμένοι φυλάγαμε τσίλιες, τέσσερα μέτρα από τους γερμανούς, για να μην τινάξουν στον αέρα τα πετρέλαια και τα πυρομαχικά που είχαν στο σταθμό Λαρίσης. Όταν έφευγαν και επειδή δεν τους αφήσαμε να πάρουν τα λεωφορεία από το σταθμό Αττικής, ήρθαν τη νύχτα και μας βομβάρδισαν τη γειτονιά. Θυμάμαι πως κοιμόμουν στην αυλή γιατί ήταν καλοκαίρι και τινάχτηκα στον αέρα από τον κρότο. Τέτοιο μίσος είχαν αυτοί οι άνθρωποι για τους έλληνες. Στο σπίτι μας στον Κολωνό είχα κρύψει έναν πολύγραφο που, αν τον έβρισκαν οι γερμανοί θα έκαιγαν τη γειτονιά για τρεις μήνες. Ούτε η μάνα μου το ‘ξερε, τον είχα κρυμμένο μέσα σε ένα τσουβάλι. Δυο μέρες πριν γίνει ο μεγάλος Δεκέμβρης ήρθαν στο σπίτι αντάρτες. Τότε είχαν καταργήσει τον ΕΛΑΣ της πόλεως και ήρθαν στο σπίτι μου ντυμένοι με στρατιωτικά. Στο ντιβάνι μου κοιμόταν ο Πυριόχος ο οποίος ήταν και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ανταρτών. Εμείς στριμωχτήκαμε στα άλλα δωμάτια. Κάποιος όμως από τη γειτονιά - γιατί παντού υπήρχαν καρφιά- ειδοποίησε, και μια μέρα μας βομβάρδισαν οι γερμανοί από τον Παρθενώνα και γκρεμίστηκε μια μάντρα, που τραγούδησα ένα χρόνο για να τη φτιάξω μαζί με τον γείτονα, τον Σεβνταλή. Στου δε Χαμαράτου έπεσε ένας όλμος και του τρύπησε την ταράτσα. Ίσως ζουν οι άνθρωποι για να βεβαιώσουν του λόγου το αληθές. Βέβαια μετά τον βομβαρδισμό έφυγα από το σπίτι μου, αλλά θα έπρεπε σε αυτό το σπιτάκι το κράτος να έχει εντοιχίσει μια πλάκα να λέει πως από δω μέσα άρχισε ο μεγάλος Δεκέμβρης, η τραγικότερη ιστορία για την πατρίδα μας, χωρίς να ευθύνομαι εγώ που το εξέλεξαν για στρατηγείο.
Το ότι μετείχα στο ΕΑΜ δεν το έκρυψα ποτέ. Κάναμε παρέα οι φίλοι στο καφενείο του Τάτση, στην πλατεία του Κολωνού, για να μην μετακινούμαστε και καίμε θερμίδες. Ξέραμε και πόσες θερμίδες είχε ο κόκκος ενός σταριού.
Εκεί ερχόντουσαν δύο αδέρφια πολύ καλά παιδιά από πολύ πλούσια οικογένεια. Ο ένας ήταν ωραίο παιδί μόνο που μετά από ένα τροχαίο παραμορφώθηκε, είχε όμως πάντα μια χρυσή ψυχούλα. Ο αδερφός του ένα απλό παιδί που είχε τελειώσει το γυμνάσιο ερχόταν στο καφενείο και τον μάθαινα μπιλιάρδο. Ήταν όμως πανέξυπνος και γρήγορα με κέρδιζε. Όνομα δεν λέω, όμως αυτοί οι άνθρωποι είχαν πολυτελές διώροφο σπίτι στη συνοικία, δύο σινεμά στην Πατησίων, καφενεία και γκαράζ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Τώρα δεν ζουν πια.
Το θέμα είναι ότι τελειώνοντας ο πόλεμος μας είχαν δοθεί κάτι κόκκινα χαρτάκια σαν ταυτότητες και έξι η ώρα μας κλείνανε σπίτια μας.
Ένα απόγευμα καθώς πήγαινα σπίτι μου έρχεται ένα ανθρωπάκι και μου ζητάει την ταυτότητά μου. Του λέω:
-«Τι είσαι εσύ;». Τραβάει ένα πιστόλι, μου το βάζει στα μούτρα και μου λέει:
-«Να τι είμαι». Του δείχνω την ταυτότητα και μου λέει:
-«Έλα μαζί μου».
Πηγαίνω στο τμήμα, βλέπω δεκαπέντε λεβέντες φίλους μου στη σειρά, μέσα στο γραφείο τού διοικητή. Αυτός σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του δεν μιλούσε, όπου σε μια στιγμή ρωτάει :
-«Ποιος ήταν στο ΕΑΜ από όλους σας;». Δεν μιλούσε κανένας, πετάγομαι λοιπόν και λέω:
-«Εγώ».
-«Δεν θα έχεις καλλίτερη τύχη απ αυτούς αλλά τουλάχιστον έδειξες ότι είσαι άντρας» μου απάντησε ο διοικητής. Και μας μπουζουριάζουν σε ένα υπόγειο 60-70 άτομα σε ένα κελί 5 επί 5, δεν μπορούσαμε ούτε να καθίσουμε. Εκεί ήταν και ο αδερφός μου ο Μπάμπης. Οι πολιτσμάνοι ενώ με ήξεραν όπως και όλοι στη γειτονιά, έκαναν πως δεν με γνώριζαν γυρίζοντας το κεφάλι αλλού όταν πέρναγαν. Την τρίτη μέρα το πρωί παρακάλεσα έναν άγνωστο φρουρό να πάω τουαλέτα. Με πήγε λοιπόν και με ρώτησε αν θα μπορούσε να κάνει κάτι για μένα. Του ζήτησα να πάει στο σπίτι μας, που ήταν 200 μέτρα από το τμήμα, να πει στην μανούλα μας να μην ανησυχεί. Έτσι και έγινε και σε μισή ώρα μας έφερε η μάνα μου τηγανίτες. Φαίνεται όμως ότι το όνομά μου συζητήθηκε και τελικά εμένα και τον αδερφό μου μας άφησαν ελεύθερους. Από ότι έμαθα μετά, ο διοικητής που μας άφησε ήταν ένα βράδυ σε μια ταβέρνα στον Κολωνό με κάτι φίλους του, πριν το περιστατικό βέβαια. Μπήκα στην ταβέρνα και εγώ με δυο φίλους μου και στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο Τομπούλης, ένας μικρασιάτης που έπαιζε λαούτο και δούλευε συνήθως με τη Μαρίτσα τη Σμυρνιά και άλλους σε ένα κέντρο στην οδό Ίωνος. Στην ταβέρνα ήταν γερμανοί και ιταλοί. Σε μια στιγμή που τα είχαμε πιει με παρακάλεσαν οι φίλοι να τραγουδήσω. Εγώ πιωμένος άρχισα τις μαντινάδες Το ένα τραγούδι έφερε το άλλο και άρχισα …
« Υπομονή υπομονή, καρτέρι και καρτέρι
και τούτος ο ανήφορος κατήφορο θα φέρει
και έτσι το φέραν οι καιροί, το φέρανε και οι χρόνοι
ο καπετάνιος στο κουπί και ο ναύτης στο τιμόνι…»
και με πιάνει το πατριωτικό μου και αρχίζω …
« Βροντάει ο Όλυμπος αστράφτει η Γκιόνα
μουγκρίζουν τα Άγραφα σειέται η στεριά
στα άρματα, στα άρματα εμπρός στον αγώνα
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά..»
Οι φίλοι μου με πήραν σηκωτό και τρεχάλα πήγαμε στα σπίτια μας.
Από κει λοιπόν με θυμόταν ο διοικητής και μας έβγαλε από το κρατητήριο.
Βέβαια αυτό μου στοίχισε να χάσω την Μακρόνησο που ήταν «Πολυμερική» όπως θα αναφέρω αργότερα και στην αναφορά μου για τον αγαπημένο μου Γιάννη Ρίτσο. Αλλά μου στοίχισε και τον ανταρτοπόλεμο που πολέμησα δύο χρόνια και γύρισα όλα τα βουνά της Πελοποννήσου και της Ηπείρου και είμαι ένας από τους λίγους τυχερούς που γύρισαν, έστω και σακάτης.
Όσο για το αριστουργηματικό αυτό πολεμικό τραγούδι του Νίκου του Καρβούνη, τον Ύμνο του ΕΛΑΣ, όταν μετά τα όσα περάσαμε βρισκόμασταν και τα πίναμε με τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Λουντέμη και άλλους αγαπημένους φίλους, συμφωνούσαμε όλοι ότι τέτοιος πολεμικός θούριος δεν γράφτηκε ποτέ σε ολόκληρη την οικουμένη.
Το 1960 γυρνώντας από την Αμερική απ το πρώτο μου ταξίδι, ήρθε ο φίλος μου που τον μάθαινα μπιλιάρδο, παντρεμένος πια με παιδιά. Εκεί που πίναμε, ήταν μπροστά και η γυναίκα του, μου λέει:
-« Βρε Φώτη, έχω τύψεις και θέλω κάτι να σου πω. Εγώ σε κάρφωσα τότε, είπα ότι ήσουν λοχαγός και λεηλατούσες αποθήκες…». Λέω
-«Μα τι σου έκανα;».
-«Τίποτα» μου λέει, «επειδή σε κοιτούσαν τα κορίτσια μου φαινόταν παράξενο…».
-«Δεν πειράζει, «περασμένα, ξεχασμένα»» του είπα, αν και εγώ ήξερα τι είχα τραβήξει. Προσφέρθηκε να με παντρέψει με την γυναίκα μου αλλά του είπα πως όποιος προδίδει μια φορά προδίδει πάντα, γιατί μες το κύτταρο του έχει το στοιχείο της προδοσίας.