Ο ΑΤΤΙΚ (σελ. 91)

Ο Αττίκ, ο Κλέων Τριανταφύλλου, αν ήταν γεννημένος σε άλλο κράτος θα τον είχαν τιμήσει το λιγότερο με μια προτομή, τον άνθρωπο που έγραψε τόσα τραγούδια αριστουργηματικά. Από τη «Μάντρα του Αττίκ» πέρασε απ τον Καζαντζάκη μέχρι όλη η πνευματική Ελλάδα εκείνης της εποχής. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε: «Εδώ πουλάμε πνεύμα, όχι οινόπνευμα».

Έβγαλε δε όλους τους κονφερασιέ, από τον Πύρπασσο, τον Ίκαρο, τον Τραϊφόρο, τον Οικονομίδη μέχρι τον Αδαμάντινο Ζούνη. Αυτοί έγιναν δάσκαλοι για τους νεώτερους. Σιγά- σιγά το είδος του κονφερασιέ χάθηκε δίνοντας τη θέση του στους παρουσιαστές.

 

Ο Αττίκ έκανε ένα σπίτι στα Πατήσια με την αποζημίωση που πήρε από τον Κάνμαν ο οποίος του είχε κλέψει την εισαγωγή από το τραγούδι του «Αν βγουν αλήθεια» και έγραψε την «Πριγκίπισσα του ιπποδρομίου». Πήρε την εποχή εκείνη 470.000 δραχμές, που ήταν πάρα πολλά χρήματα. Το Ποζελάκι ήταν ένα κοριτσάκι - θαύμα που έβγαλε στο τραγούδι ο Αττίκ. Το κάθιζε πάνω στο πιάνο και τραγουδούσε. Στο τέλος το ερωτεύτηκε ο ίδιος. Σκεφτείτε τον Αττίκ να ερωτευτεί ένα κοριτσάκι που ήταν οκτώ-δέκα ετών…Η Λουίζα Ποζέλι ήταν ιταλικής καταγωγής αλλά γεννημένη στην Ελλάδα, μα με τον πόλεμο τους μπαρκάρανε όλους και τους στείλανε στην Ιταλία. Ο Αττίκ λοιπόν για το Ποζελάκι έγραψε πολλά τραγούδια, την «Παπαρούνα», το «Άδικα πήγαν τα νιάτα μου». Με το κοριτσάκι αυτό μπορώ να πω ότι ήταν ερωτευμένη η νεολαία αν όχι όλης της Ελλάδος, της Αθήνας οπωσδήποτε.

Η ΤΟΥΡΝΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΤΤΙΚ (σε. 74)

Το φθινόπωρο του 1938 φύγαμε με μεγάλο θίασο για την έκθεση της Θεσσαλονίκης με το συγκρότημα θεάματος του Αττίκ. Εγώ ήμουν ο τραγουδιστής της ορχήστρας του Ζοζέφ Κορίνθιου, μια ορχήστρα αργεντίνικου στιλ που αποτελείτο από δύο μπαντονεόν, το ένα ο Αντώνης και το άλλο ο Ζοζέφ Κορίνθιος, από δυο ή τρία βιολιά, το πρώτο ήταν ο Πασχάλης και το δεύτερο ο Θεόφιλος Σαρίκας, πιάνο ήταν ο Λέανδρος Κοκόρης, μπάσο ο Μπαρμπαντρέας, και ντραμς δεν θυμάμαι ποιος, μόνο που ο ντράμερ με έμαθε από τότε να καπνίζω…Αυτοί λοιπόν και εγώ κιθάρα και τραγούδι. Ο θίασος είχε χορευτικό, τρεις τραγουδίστριες όχι φίρμες βέβαια, τον γιο του μεγάλου βαρυτόνου Αγγελόπουλου της όπερας, τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο -μοναδικό Ριγολέτο- που είχε μια συγκλονιστικά υπέροχη φωνή και έλεγε τα πιο δραματικά τραγούδια του Αττίκ. Το «Έρμος και βαρύς και μόνος», το «Στυμμένο σταφύλι» και άλλα, με σκηνικό ένα τραπέζι καφενείου και μια καρέκλα τα οποία σε ένα σημείο τού τραγουδιού τα γκρέμιζε. Ήταν ένα πεντάμορφο παλικάρι ξανθό με γαλανά μάτια με μόνο μειονέκτημα το ότι ήταν κοντός. Ήταν συγκλονιστικός καλλιτέχνης, μας ενθουσίαζε όλους. Στο θίασο ήταν και ο προαναφερθείς Ζαζάς που ήταν η συμπάθεια του Αττίκ και που υποδύετο τότε την Ιμπέριο Αρζεντίνα, την μεγαλύτερη ντίβα της Ισπανίας. Αξίζει να αναφέρω πως το 1936 παίχτηκε στην Αθήνα μια πολύ ωραία ταινία γερμανική, το «Τάνγκο Νοτούρνο» με πρωταγωνίστρια την Πόλα Νέγκρι, μια καλλονή που είχε έναν παράξενο τύπο γυναικός. Με μεγάλη λοιπόν διαφήμιση πως ο Αττίκ στη «Μάντρα» θα παρουσιάσει την Πόλα Νέγκρι είχε ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της καλλιτεχνικής Αθήνας. Πρεμιέρα λοιπόν, γεμάτη η «Μάντρα», ανοίγει η σκηνή και παρουσιάζεται ο Ζαζάς ντυμένος και βαμμένος σαν την Πόλα Νέγκρι. Με μια ελιά κολλημένη και συνοδευόμενος από την ορχήστρα του Κορίνθιου τραγουδάει τάχα γερμανικά … «Ιχ και βαχ και βουχτεν», ανακατεύοντας στίχους που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει κάνει το κοινό να κατουριέται από τα γέλια! Κατεβαίνει από τη σκηνή στην πλατεία τραγουδώντας ασυναρτησίες και κάθεται στα πόδια των θεατριζομένων…Το κοινό παραληρεί!

Έτσι πήγαμε στην έκθεση Θεσσαλονίκης με μεγάλη ρεκλάμα: «Ο Αττίκ παρουσιάζει τον Ζαζά Ιμπέριο Αρζεντίνα». Ο Ζαζάς ντυμένος τώρα σπανιόλικα με περούκα, με βεντάλια, με φουστάνι σπανιόλικο με πιέτες και φρου φρου, τραγουδάει τάχα ισπανικά τα σουξέ της ταινίας «Κάρμεν». Κάνει χορευτικές φιγούρες με τα δυο σαν οδοντογλυφίδες πόδια του. Όλο μαζί το θέαμα να τρελαίνεσαι και ο κόσμος λιγοθυμάει!

Μετά το τέλος της εκθέσεως πάμε Φλώρινα, Κοζάνη, Καστοριά, Λάρισα, Λαμία, Βόλο κι αλλού. Το τραγικό για μένα ήταν πως σε πολλά μέρη δεν βρίσκαμε πιάνο να νοικιάσουμε για μια βραδιά και έπεσε το βάρος σε μένα που έπαιζα ωραία κιθάρα να ακομπανιάρω τον Ζαζά. Εγώ ήμουν τότε 18 χρονών, λεπτό παιδί και ο Ζαζάς για πλάκα έπεφτε κάτω, γιατί έπαιζα εγώ καθιστός σε σκαμνί, με αγκάλιαζε, κι έκανε τρέλες και χειρονομίες που μου έφερναν από στενοχώρια μέχρι αηδία. Στην τουρνέ ήταν μαζί μας την Κάκια Μένδρη. Ακόμα σε διαγωνισμό στη Θεσσαλονίκη ανακάλυψε ο Αττίκ τη Νινή Ζαχά, το φαινόμενο που έπαιζε έξι όργανα και έγραφε τραγούδια για πολλά χρόνια. Βρήκαμε ακόμα τον Φίλωνα Αρία, τον μετέπειτα μεγάλο κονφερασιέ και ποιητή. Είναι αυτός που έγραψε το «Ένας φίλος ήρθε απόψε απ τα παλιά».

 

Τι να πρωτογράψω…Είναι τόσα που θα γέμιζα πέντε τόμους βιβλία.